ξεσκάζω

ξεσκάζω
και ξεσκάω και ξεσκάνω
1. απαλλάσσομαι από έγνοιες και φροντίδες, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω («θα πάω έναν περίπατο για να ξεσκάσω»)
2. σκάζω, ανοίγω με το βράσιμο («θα βράσω καλά το σιτάρι, ώσπου να ξεσκάσει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σκάζω / σκάνω / σκάω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεσκάζω — ξεσκάζω, ξέσκασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσκάζω — και ξεσκάω ξέσκασα, διώχνω τις έγνοιες, διασκεδάζω, το ρίχνω έξω, λησμονώ, ξεχνώ, ηρεμώ: Βγες έξω να ξεσκάσεις λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέσκασμα — το [ξεσκάζω] απαλλαγή από φροντίδες, ψυχαγωγία, ξεκούρασμα …   Dictionary of Greek

  • ξεσκάω — βλ. ξεσκάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεσκάω — ξεσκάω, ξέσκασα βλ. πίν. 206 και πρβλ. ξεσκάζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”