- ξεσκάζω
- και ξεσκάω και ξεσκάνω1. απαλλάσσομαι από έγνοιες και φροντίδες, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω («θα πάω έναν περίπατο για να ξεσκάσω»)2. σκάζω, ανοίγω με το βράσιμο («θα βράσω καλά το σιτάρι, ώσπου να ξεσκάσει»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σκάζω / σκάνω / σκάω].
Dictionary of Greek. 2013.